- ευπάρυφος
- εὐπάρυφος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφοςτο ωραίο ένδυμα3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφατα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες4. μτφ. πλούσιος, άρχοντας, αριστοκράτης5. μτφ. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πομπώδης, επιβλητικός6. φρ. «εὐπάρυφοι λόγοι» — συγκεκαλυμμένοι αισχροί λόγοι, υπονοούμενα Αθήν..επίρρ...εὐπαρυφῶς (ΑΜ)πομπωδώς, με στόμφο, με μεγαλοστομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρυφος (< παρυφή), πρβλ. λευκο-πάρυφος, χρυσο-πάρυφος].
Dictionary of Greek. 2013.